frontistirio

Τρίτη 11 Ιουνίου 2013

ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΕΣ ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ 2013 - ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

Γ΄ ΗΜΕΡΗΣΙΩΝ ΚΑΙ ∆΄ ΕΣΠΕΡΙΝΩΝ
ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΕΣ ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ
Γ΄ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΚΑΙ Δ΄ ΤΑΞΗΣ ΕΣΠΕΡΙΝΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ
ΤΡΙΤΗ 11 ΙΟΥΝΙΟΥ 2013 - ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ:
ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ

ΚΕΙΜΕΝΟ
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
ΟΝΕΙΡΟ ΣΤΟ ΚΥΜΑ
(απόσπασμα)
     Ἡ τελευταία χρονιά πού μην κόμη φυσικός νθρωπος τον τό θέρος κενο τοῦ ἔτους 187… μην ραος φηβος, καστανόμαλλος βοσκός, κ’ βοσκα τάς αγας τς Μονς το Εαγγελισμο ες τά ρη τά παραθαλάσσια, τ’ νερχόμενα ποτόμως διάκρημνώδους κτς, περθεν1 το κράτους το Βορρ καί το πελάγους. λον τό κατάμερον2 κενο, τό καλούμενον Ξάρμενο, πό τά πλοα τά ποα κατέπλεον ξάρμενα  ξυλάρμενα3, ξωθούμενα πό τάς τρικυμίας, τον δικόν μου.
    Ἡ πετρώδης, πότομος κτή του, Πλατάνα, Μέγας Γιαλός, τό Κλμα, βλεπε πρός τόν Καικίαν, καί τον ναπεπταμένη4 πρός τόν Βορρν. φαινόμην κ’ γώ ς νά εχα μεγάλην συγγένειαν μέ τούς δύο τούτους νέμους, ο ποοι νέμιζαν τά μαλλιά μου, καί τά καμναν νά εναι σγουρά πως ο θάμνοι κ’ α γριελααι, τάς ποίας κύρτωναν μέ τό κούραστον φύσημά των, μέ τό αώνιον τς πνος των φραγγέλιον5.
     Ὅλα κενα σαν δικά μου. Ο λόγγοι, α φάραγγες, α κοιλάδες, λος αγιαλός, και τά βουνά. Το χωράφι τον το γεωργο μόνον ες τάς μέρας πού ρχετο νά ργώσῃ ἤ νά σπείρ, κ’ καμνε τρίς τό σημεον το Σταυρο, κ’ λεγεν: «Ες τό νομα το Πατρός καί το Υο καί το γίου Πνεύματος, σπέρνω ατό τό χωράφι, για νά φνε λ’ ο ξένοι κ’ ο διαβάτες, καί τά πετεινά τ’ ορανο, καί νά πάρω κ’ γώ τόν κόπο μου! »


     Ἐγώ, χωρίς ποτέ νά ργώσω νά σπείρω, τό θέριζα ν μέρει. μιμούμην τούς πεινασμένους μαθητάς το Σωτρος, κ’ βαλλα ες φαρμογήν τάς διατάξεις τοῦ ∆ευτερονομίου χωρίς νά τάς γνωρίζω.
       Τς πτωχς χήρας τον μπελος μόνον ες τάς ρας πού ρχετο δία διά νά θειαφίσ, ν’ ργολογήσ6, νά γεμίσ να καλάθι σταφύλια, νά τρυγήσ, ν μενε τίποτε διά τρύγημα. λον τόν λλον καιρόν τον κτμα δικόν μου.
          Μόνους ντιζήλους ες τήν νομήν7 καί τήν κάρπωσιν ταύτην εχα τούς μισθωτούς τς δημαρχίας, τούς γροφύλακας, ο ποοι πί τ προφάσει, τι φύλαγαν τά περιβόλια το κόσμου, ννοοσαν νά κλέγουν ατοί τάς καλυτέρας πώρας. Ατοί πράγματι δέν μο θελαν τό καλόν μου. σαν τρομεροί νταγωνισταί δι’ μέ.
        Τό κυρίως κατάμερόν μου το ψηλότερα, ξω τς κτνος τν λαιώνων καί μπέλων, γώ μως συχνά πατοσα8 τά σύνορα. κε παραπάνω, νάμεσα ες δύο φάραγγας καί τρες κορυφάς, πλήρεις γρίων θάμνων, χόρτου καί χαμωκλάδων, βοσκα τά γίδια το Μοναστηρίου. μην «παραγυιός», ντί μισθο πέντε δραχμν τόν μνα, τάς ποίας κολούθως μο ηξησαν ες ξ. Σιμά ες τόν μισθόν τοτον, τό Μοναστήρι μο διδε καί φασκιές9 διά τσαρούχια, καί φθονα μαρα ψωμία πίττες, καθώς τά νόμαζαν ο καλόγηροι.
            Μόνον διαρκ γείτονα, ταν κατηρχόμην κάτω, ες τήν κρην τς περιοχς μου, εχα τόν κύρ Μόσχον, να μικρόν ρχοντα λίαν διότροπον. κύρ Μόσχος κατοίκει ες τήν ξοχήν, ες να ραον μικρόν πύργον μαζί μέ τήν νεψιάν του τήν Μοσχούλαν, τήν ποίαν εχεν υοθετήσει, πειδή τον χηρευμένος καί τεκνος. Τήν εχε προσλάβει πλησίον του, μονογεν10, ρφανήν κ κοιλίας μητρός, καί τήν γάπα ς νά το θυγάτηρ του.
      Ὁ κύρ Μόσχος εχεν ποκτήσει περιουσίαν ες πιχειρήσεις καί ταξίδια. χων κτεταμένον κτμα ες τήν θέσιν κείνην, πεισε μερικούς πτωχούς γείτονας νά το πωλήσουν τούς γρούς των, γόρασεν οτως κτώ δέκα συνεχόμενα χωράφια, τά περιετοίχισεν λα μο, καί πετέλεσεν ν μέγα διά τόν τόπον μας κτμα, μέ πολλν κατοντάδων στρεμμάτων κτασιν. περίβολος διά νά κτισθ στοίχισε πολλά, σως περισσότερα σα ξιζε τό κτμα· λλά δέν τόν μελλε δι’ ατά τόν κύρ Μόσχον θέλοντα νά χ χωριστόν οονεί βασίλειον δι’ αυτόν καί διά τήν νεψιάν του.
κτισεν ες τήν κρην πυργοειδ ψηλόν οκίσκον, μέ δύο πατώματα, καθάρισε καί περιεμάζευσε τούς σκορπισμένους κρουνούς το νερο, νοιξε καί πηγάδι προς κατασκευήν μαγγάνου διά τό πότισμα. ∆ιρεσε τό κτμα ες τέσσαρα μέρη· ες μπελον, λαινα, γροκήπιον μέ πλθος πωροφόρων δένδρων καί κήπους μέ αμασιάς11 μποστάνια. γκατεστάθη κε, κ’ ζη διαρκς ες τήν ξοχήν, σπανίως κατερχόμενος ες τήν πολίχνην12. Τό κτμα τον παρά τό χελος τς θαλάσσης, κ’ ν πάνω τοχος φθανεν ς τήν κορυφήν το μικρο βουνο, κάτω τοχος, μέ σφοδρόν βορρν πνέοντα, σχεδόν βρέχετο πό τό κμα.
        Ὁ κύρ Μόσχος εχεν ς συντροφιάν τό τσιμπούκι του, τό κομβολόγι του, τό σκαλιστήρι του καί τήν νεψιάν του τήν Μοσχούλαν. παιδίσκη θά τον ς δύο τη νεωτέρα μο. Μικρή πήδα πό βράχον ες βράχον, τρεχεν πό κολπίσκον ες κολπίσκον, κάτω ες τόν αγιαλόν, βγαζε κοχύλια, κ’ κυνηγοσε τά καβούρια. τον θερμόαιμος καί νήσυχος ς πτηνόν το αγιαλο. τον ραία μελαχροινή, κ’ νθύμιζε τήν νύμφην το σματος τήν λιοκαυμένην, τήν ποίαν ο υοί τς μητρός της εχαν βάλει νά φυλά τ’ μπέλια· «δού ε καλή, πλησίον μου, δού ε καλή· φθαλμοί σου περιστεραί...» λαιμός της, καθώς φεγγε καί πέφωσκεν13 πό τήν τραχηλιάν της, τον πείρως λευκότερος πό τόν χρτα14 το προσώπου της.
       Ἦτον χρά, ροδίνη, χρυσαυγίζουσα καί μο φαίνετο νά μοιάζ μέ τήν μικρήν στέρφαν αγα, τήν μικρόσωμον καί λεπτοφυ15, μέ κατάστιλπνον τρίχωμα, τήν ποίαν γώ εχα νομάσει Μοσχούλαν. Τό παράθυρον το πύργου τό δυτικόν νοίγετο πρός τόν λόγγον, ποος ρχιζε νά βαθύνεται πέραν τς κορυφς το βουνο, που σαν χαμόκλαδα, εώδεις θάμνοι, καί ργιλλώδης γ τραχεία. κε ρχιζεν περιοχή μου. ως κε κατηρχόμην συχνά, κ’ βοσκα τάς αγας τν καλογήρων, τν πνευματικν πατέρων μου.

1 ύπερθεν: πάνω από, υπεράνω του...
2 κατάμερον: εξοχική περιοχή που ανήκει σε κάποιον, περιοχή όπου κάποιος βοσκός διαμένειμε το κοπάδι του
3 ξάρμενα: χωρίς αρματωσιά. ξυλάρμενα: με δεμένα λόγω κακοκαιρίας τα πανιά κι εκτεθειμένα στον άνεμο
4 αναπεπταμένη: ανοιχτή, εκτεθειμένη/ανοιγμένη προς...
5 φραγγέλιον: μαστίγιο
6 ν’ αργολογήση: να απαλλάξει τα κλήματα από τους αργούς (άχρηστους) βλαστούς
7 νομήν: εξουσία, κατοχή και χρήση
8 επατούσα: παραβίαζα
9 φασκιές: λουρίδες (εδώ δερμάτινες)
10 μονογενή: μοναδικό τέκνο, χωρίς αδέλφια, μοναχοπαίδι
11 αιμασιάς: ξερολιθιές, περιφράγματα λιθόχτιστα χωρίς κονίαμα
12 πολίχνην: κωμόπολη
13 υπέφωσκεν: μόλις έφεγγε, ίσα που διακρινόταν, φέγγιζε από κάτω
14 χρώτα: το δέρμα, τη σάρκα και-κατ’ επέκταση-την απόχρωση (χροιά) της επιδερμίδας

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ
Α1. Το αρκαδικό στοιχείο, το θρησκευτικό πνεύμα και η ρεαλιστική απεικόνιση της ζωής θεωρούνται βασικά γνωρίσματα του έργου του Παπαδιαμάντη. Από τις δύο πρώτες παραγράφους του κειμένου που σας δόθηκε « τελευταία χρονιά ... φραγγέλιον», να γράψετε ένα αντίστοιχο παράδειγμα για καθένα από αυτά τα γνωρίσματα.
Μονάδες 15
Β1. «[...] τα λεγόμενα για “χιούμορ του Παπαδιαμάντη” δεν είναι παρά υπερβολές [...]. Κοντύτερα στην αλήθεια θα ’ταν κανείς, αν μιλούσε για φιλοπαίγμονα ροπή του συγγραφέα μας [...]. Ροπή που [...]  κρύβει το αμήχανο δέος της σοβαρότητας που αίφνης θυμάται (ο Παπαδιαμάντης) να φαιδρύνει [...]. Και τότε δεν μπορεί να κάνει
άλλο από το να σατιρίσει.», (Ηλίας Γκρής, Ο ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ με τα μάτια νεότερων λογοτεχνών, έκδοση Μορφωτικού Ιδρύματος της ΕΣΗΕΑ, Αθήνα 2001, σ.
118). Να βρείτε (μονάδες 10) και να σχολιάσετε (μονάδες 10) δύο σημεία του κειμένου που σας δόθηκε, τα οποία επιβεβαιώνουν την παραπάνω άποψη.
Μονάδες 20
Β2. Στις δύο τελευταίες παραγράφους του κειμένου που σας δόθηκε « κύρ Μόσχος εχεν ς συντροφιάν ... πατέρων μου», να βρείτε ένα παράδειγμα για καθένα από τα παρακάτω σχήματα λόγου: ασύνδετο, παρομοίωση, επανάληψη, μεταφορά και υπερβολή (μονάδες 10) και να σχολιάσετε τη λειτουργία του (μονάδες 10).
Μονάδες 20
Γ1. Να σχολιάσετε σε ένα κείμενο 130-150 λέξεων το απόσπασμα «λα κενα σαν δικά μου. Ο λόγγοι, α φάραγγες, α κοιλάδες, λος αγιαλός,  και τά βουνά. Το χωράφι τον το γεωργο μόνον ες τάς μέρας πού ρχετο νά ργώσ νά σπείρ, κ’ καμνε τρίς τό σημεον το Σταυρο, κ’ λεγεν:  “Ες τό νομα το Πατρός καί το Υο καί το γίου Πνεύματος, σπέρνω ατό τό χωράφι, για νά φνε λ’ ο ξένοι κ’ ο διαβάτες, καί τά πετεινά τ’ ορανο, καί νά πάρω κ’ γώ τόν κόπο μου!” ».
Μονάδες 25
Δ1. Να συγκρίνετε, ως προς το περιεχόμενο, το απόσπασμα που σας δόθηκε από το «ΟΝΕΙΡΟ ΣΤΟ ΚΥΜΑ» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη με το παρακάτω απόσπασμα από το έργο του Νίκου Θέμελη «για μια 15 λεπτοφυή: λεπτή, ντελικάτη ως προς τη σωματική δομή συντροφιά ανάμεσά μας», αναφέροντας (μονάδες 5) και σχολιάζοντας (μονάδες 15) δύο ομοιότητες και τρεις διαφορές.
Μονάδες 20
ΝΙΚΟΣ ΘΕΜΕΛΗΣ
για μια συντροφιά ανάμεσά μας
(απόσπασμα)
      Ο Παναγιώτης Χατζή Νίκου, Ηπειρώτης απ’ τα Γιάννενα, γουναράς και γουναρέμπορος ξακουστός σε όλα τα Βαλκάνια, άγαμος, άκληρος και συνετός σε όλη τη ζωή του, προστάτης αρχικά και ύστερα συνέταιρος του άλλου μεγαλέμπορα, του Ζώη του Καπλάνη, έκανε με το μόχθο του περιουσία αξιοζήλευτη κ ι έγινε πρώτο όνομα στο Βουκουρέστι. Όταν ένιωσε να τον εγκαταλείπουν οι δυνάμεις του, αποτραβήχτηκε στη Στεφανόπολη για να ησυχάσει, ζώντας κυρίως απ’ το βιος που τόσα χρόνια είχε αποκτήσει. Άνθρωπος μοναχικός, λιγομίλητος, απολάμβανε το σεβασμό της κοινότητας των Γραικών για τη σώφρονα σκέψη του και τη μακρά του εμπειρία. Κυρίως όμως για τις αγαθοεργίες του, αφού χάρη σ’ αυτόν είχαν μπορέσει να χτίσουν την καινούργια εκκλησία της ορθοδοξίας. Χάρη σ’ αυτόν τόσα και τόσα σπίτια φτωχά ή ξεπεσμένα, έβρισκαν πόρους για να ζήσουν, από ένα ταμείο των πτωχών που είχε συστήσει, αφού είχε καταθέσει δέκα χιλιάδες φλορίνια στη Βασιλική Τράπεζα της Βιέννας.  Μάλιστα, μια και δεν είχε οικογένεια, ήτανε για πολλούς πλούσιους ή φτωχούς, ιδίως της νεότερης γενιάς, ο πάτερ φαμίλιας της κοινότητάς τους.

Νίκος Θέμελης, για μια συντροφιά ανάμεσά μας, Αθήνα 2005, εκδόσεις Κέδρος, 2η έκδοση, σ. 51-52 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου