frontistirio

Τρίτη 26 Ιουνίου 2012

ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ 2012: ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ (επαναληπτικές εξετάσεις)


ΚΕΙΜΕΝΟ

Γ. ΒΙΖΥΗΝΟΥ Τό μάρτημα τς μητρός μου

(απόσπασμα)

           Ἐνθυμομαι κόμη ποίαν ντύπωσιν καμεν πί τς παιδικς μου φαντασίας πρώτη ν τ κκλησί διανυκτέρευσις. Τό μυδρόν φς τν μπροσθεν το εκονοστασίου λύχνων, μόλις ξαρκον1 νά φωτίζ ατό καί τάς πρό ατο βαθμίδας2, καθίστα τό περί μς σκότος τι ποπτότερον καί φοβερώτερον, παρά άν μεθα λως διόλου ες τά σκοτεινά.

σάκις τό φλογίδιον μις κανδήλας τρεμε, μοί φαίνετο, πώς γιος πί τς πέναντι εκόνος ρχιζε νά ζωντανεύ, καί σάλευε, προσπαθν ν’ ποσπασθ πό τάς σανίδας, και καταβ πί το εδάφους, μέ τά φαρδυά καί κόκκινά του φορέματα, μέ τόν στέφανον περί τήν κεφαλήν, καί μέ τους τενες3 φθαλμούς πί το χρο καί παθος προσώπου του.

σάκις πάλιν ψυχρός νεμος σύριζε διά τν ψηλν παραθύρων, σείων θορυβωδς τάς μικράς ατν έλους4, νόμιζον, τι ο περί τήν κκλησίαν νεκροί νερριχντο τούς τοίχους καί προσεπάθουν νά εσδύσωσιν ες ατήν. Και τρέμων κ φρίκης, βλεπον νίοτε ντικρύ μου να σκελετόν, στις πλωνε νά θερμάν τάς σάρκους του χερας πί το «μαγκαλίου»5, τό ποον καιε πρό μν.


Καί μως δέν τόλμων νά δηλώσω οδέ τήν παραμικροτέραν νησυχίαν. Διότι γάπων τήν δελφήν μου, καί θεώρουν μεγάλην προτίμησιν νά εμαι διαρκς πλησίον της και πλησίον τς μητρός μου, τις χωρίς λλο θά μέ πέστελλεν ες τόν οκον, εθύς ς θελεν ποπτευθ τι φοβομαι.

πέφερον λοιπόν καί κατά τάς πομένας νύκτας τάς φρικιάσεις κείνας μετά ναγκαστικς στωικότητος και ξετέλουν προθύμως τά καθήκοντά μου, προσπαθν να καταστ σον τό δυνατόν ρεστότερος. [...]

Καί ες λα τατα μέ παρηκολούθει πτωχή μου δελφή μέ τήν χράν καί μελαγχολικήν της ψιν, μέ τό ργόν και βέβαιον βμά της, λκύουσα6 τόν οκτον τν κκλησιαζομένων καί προκαλοσα τάς εχάς ατν πέρ ναρρώσεώς της· ναρρώσεως, τις δυστυχς ργει να πέλθ.

π’ ναντίας, γρασία, τό ψχος, τό σύνηθες καί, μά τό ναί, φρικαλέον τν ν τ να διανυκτερεύσεων δεν ργησαν νά πιδράσουν βλαβερς πί τς σθενος, τς ποίας κατάστασις ρχισε νά μπνέ τώρα τούς σχάτους φόβους.

μήτηρ μου τό ννόησε, καί ρχισε, καί ν ατ τ κκλησί, νά δεικνύ θλιβεράν διαφορίαν πρός πν ,τι δέν το ατή σθενής. Δέν νοιγε τά χείλη της προς οδένα πλέον, ε μή πρός τήν ννιώ καί πρός τούς γίους, σάκις προσηύχετο. Μίαν μέραν τήν πλησίασα παρατήρητος, ν κλαιε γονυπετής πρό τς εκόνος το Σωτρος.

- Πάρε μου ποιο θέλεις, λεγε, καί φησέ μου το κορίτσι. Τό βλέπω πώς εναι γιά νά γέν. νθυμήθηκες την μαρτίαν μου καί βάλθηκες νά μο πάρς τό παιδί, γιά να μέ τιμωρήσς. Εχαριστ σε, Κύριε!

Μετά τινας στιγμάς βαθείας σιγς, καθ’ ν τά δάκρυά της κούοντο στάζοντα πί τν πλακν νεστέναξεν κ βάθους καρδίας, δίστασεν λίγον, καί πειτα πρόσθεσεν·

- Σο φερα δύο παιδιά μου στά πόδια σου...χάρισέ μου τό κορίτσι!

ταν κουσα τάς λέξεις ταύτας, παγερά φρικίασις διέτρεξε τά νερά μου καί ρχισαν τά ατία μου να βοΐζουν. Δέν δυνήθην ν’ κούσω περιπλέον. Καθ’ ν δέ στιγμήν εδον, τι μήτηρ μου, καταβληθεσα πό φοβερς γωνίας, πιπτεν δρανής πί τν μαρμάρων, γώ ντί νά δράμω7 πρός βοήθειάν της, πωφελήθην τήν εκαιρίαν νά φύγω κ τς κκλησίας, τρέχων ς ξαλλος καί κβάλλων κραυγάς, ὡς άν πείλει νά μέ συλλάβ ρατός ατός8 Θάνατος.

Ο δόντες μου συνεκρούοντο πό το τρόμου, καί γώ τρεχον, καί κόμη τρεχον. Καί χωρίς νά τό ννοήσω, ερέθην ξαφνα μακράν, πολύ μακράν τς κκλησίας. Τότε στάθην νά πάρω τήν ναπνοήν μου, κ’ τόλμησα νά γυρίσω νά δ πίσω μου. Κανείς δέν μ’ κυνήγει.

ρχισα λοιπόν νά συνέρχωμαι λίγον κατ’ λίγον, και ρχισα νά συλλογίζωμαι.

νεκάλεσα ες τήν μνήμην μου λας τάς πρός τήν μητέρα τρυφερότητας καί θωπείας μου. Προσεπάθησα νά νθυμηθ μήπως τς πταισά ποτε, μήπως τήν δίκησα, λλά δεν δυνήθην. πεναντίας ερισκον, τι φ’ του γεννήθη ατή δελφή μας, γώ, χι μόνον δέν γαπήθην, πως θά το πεθύμουν, λλά τοτ’ ατό παρηγκωνιζόμην λονέν περισσότερον. νθυμήθην τότε, καί μοί φάνη τι ννόησα, διατί πατήρ μου συνήθιζε νά μέ νομάζ «τό δικημένο του». Καί μέ πρε τό παράπονον καί ρχισα νά κλαίω. ! επον, μητέρα μου δέν μέ γαπ καί δέν μέ θέλει! Ποτέ, ποτέ πλέον δέν πηγαίνω ες τήν κκλησίαν! Καί διηυθύνθην πρός τήν οκίαν μας, περίλυπος καί πηλπισμένος.

1 εξαρκώ· φθάνω, αρκώ πλήρως.
2 βαθμίς-ίδος· σκαλί, σκαλοπάτι.
3 ατενής· έντονος.
4 ύελος (η) αντί του ύαλος· γυαλί.
5 μαγκάλι· ειδικό φορητό σκεύος μέσα στο οποίο ανάβεται φωτιά.
6 ελκύω κ. έλκω.
7 να δράμω· να τρέξω.
8 αυτός· ο ίδιος.



ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

Α1. Το έργο του Βιζυηνού έχει χαρακτηριστεί, εκτός των άλλων, και ως ψυχογραφικό. Να αναφέρετε τρία παραδείγματα, μέσα από το απόσπασμα που σας δίνεται, τα οποία επιβεβαιώνουν αυτόν τον χαρακτηρισμό.

Μονάδες 15

Β1.α) Ο Παν. Μουλλάς αναφέρει ότι μέσα στο αφηγηματικό έργο του Βιζυηνού οι περιγραφές δεν είναι παρέμβλητα «ξένα σώματα», αλλά οργανικά μέρη του κειμένου και της αφήγησης. Ο ρόλος τους είναι πολλαπλός. Να τεκμηριώσετε την παραπάνω άποψη με σχετικές αναφορές στο κείμενο που σας δίνεται

(μονάδες 10).

β) Στο συγκεκριμένο απόσπασμα ο Γ. Βιζυηνός παραβιάζει τη χρονική σειρά, κατά την αφήγηση, αναφερόμενος σε προγενέστερα γεγονότα. Να αναζητήσετε και να καταγράψετε δύο σημεία παραβίασης της χρονικής σειράς (μονάδες 4). Τι επιτυγχάνει με την επιλογή αυτή ο αφηγητής; (μονάδες 6)

Μονάδες 20

Β2. Να επισημάνετε στο παρακάτω απόσπασμα τέσσερα διαφορετικά εκφραστικά μέσα και να σχολιάσετε το ρόλο τους μέσα στο κείμενο.

«ταν κουσα τάς λέξεις ταύτας...Κανείς δέν μ’ κυνήγει.»

Μονάδες 20

Γ1. «-Πάρε μου ποιο θέλεις, λεγε, καί φησέ μου το κορίτσι. Τό βλέπω πώς εναι γιά νά γέν. νθυμήθηκες τήν μαρτίαν μου καί βάλθηκες να μο πάρς τό παιδί, γιά νά μέ τιμωρήσς. Εχαριστ σε, Κύριε!»

 Να σχολιάσετε το περιεχόμενο του παραπάνω αποσπάσματος σε δύο παραγράφους (150-170 λέξεις).

Μονάδες 25

Δ1. Αφού συγκρίνετε το απόσπασμα από το «Το Αμάρτημα της μητρός μου» του Γ. Βιζυηνού με το επόμενο απόσπασμα από το έργο του Κ. Παλαμά «Ο θάνατος του παλληκαριού», να εντοπίσετε (μονάδες 5) και να σχολιάσετε (μονάδες 15) τρεις ομοιότητες και δύο διαφορές, ως προς το περιεχόμενο.

Μονάδες 20

Τ βράδυ πεσαν ν κοιμηθον. Χειμώνας ταν κόμη, μ νύχτα ταν νοιξιάτικη, κατάστερη. Δήμαινα μονάχη ξενυχτοσε τ Μτρο· στ πλάγι του στρωνε κ’ πεφτε· πολλς φορς ξημερώνονταν στ πόδι. Τ νύχτα κείνη, κι λη το κόσμου τν γεία κα τν ξεγνοιασι ν κρύβαν μέσα τους, πάλι δ θ κλειοσαν μάτι, μάνα κα παιδί. [...] Κα τος δυ νας φόβος τος τάραζε κα μι λπίδα τος ζέσταινε. Στν πλατν ντ1 τ κρεμαστ καντήλι θαμποφωτ, κι λλο δν ξεχώριζαν μέσα κε παρ τ εκονοστάσι μ τ μαυρισμένο τ Χριστ κα τν σημωμένο ι-Νικόλα, κ’ να τρομπόνι2 μ’ να κουπί, κα τ δυ παραριχτά, σ μι γωνι το τοίχου. Κι Μτρος κάρφωνε γρυπνος τ μάτι π’ τ καντήλι στ κονίσματα, κι π κε στ γωνιά, σν κάτιτί ν καρτεροσε νάβγ κόμα κι π’ ατά, πο ξάνοιγε μονάχα στ σκοτάδι κε, κάτι μυστικ κι ανέλπιστο· κα μέσα στ σκοταδερ τ φς, σκιος πόριχνε Χριστς κα τ’ σημένιο φέγγος τ’ ι- Νικόλα, κα το κουπιο τ μάκρος, κα θωρι το τρομπονιο, σμίγανε κα φάνταζαν κα γίνονταν μαυράδια λλόκοτα κα σχήματα πο σειονταν, σ ν κρυφομίλαγαν, κα πλάσματα λλόκοτα, πο λίγο μόνον λειπε γι ν ξεσκεπαστον, κα ν φανερωθονε ξωτικς κα μορες κα ψυχές..-ποιός ξέρει τί θ φανερώνονταν; Κ’ εχε χτυπόκαρδο καημένος, κι νος του τανε γεμτος π στορίες λλου κόσμου κα παραμύθια λλου καιρο, κα πρόσμενε σν κατάδικος ν δ, θ τόνε κόψουν θ το δώσουν χάρη;

Κα σν ρθαν τ μεσάνυχτα, κε πο νύχτα ταν νοιξιάτικη, κατάστερη, γεμάτη σιγαλιά, ψηλ στ κεραμίδια το σπιτιο ξεσπάει μεγάλη ταραχή, χαλίκια πέφτουνε σ νάστησαν πετροπόλεμο το σπιτιο, χαλάζι λές κα ρίχνει ορανς πάνω στ σκεπή· σφυρίγματα γροικιονται, μιλήματα κούγονται. Ταράζεται τ πάτωμα, βογγον τ παράθυρα, τρίζουν ο πόρτες, μπροστ στ μάτια το παιδιο χοροπηδον παράξενα καντήλια, κα κονίσματα, κα φτα, κα σκιές. Πιάνετ’ νασασμός του· δ μπορε, λλ’ οτε κα πο θέλει ν μιλήσ.

1 ντς· δωμάτιο
2 τρομπόνι· πνευστό μουσικό όργανο

 ΚΩΣΤΗ ΠΑΛΑΜΑ Θάνατος παλληκαριο (απόσπασμα)

(Ρένου, ρκου κα Στάντη ποστολίδη, νθολογία τς Νεοελληνικς Γραμματείας, Τ Νέα λληνικά, 2004, σελ. 433).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου