
2. Ἡ μάχη τῆς Ἀλαμάνας. ῾Ο Κουρσὶτ διέταξε τοὺς στρατηγούς του Κιοσὲ Μεχμὲτ καὶ Ὀμέρ Βρυώνην νὰ καταπνίξουν τὴν ἐπανάστασιν. ῾Ο Πανουργιᾶς, ὁ Δυοβουνιώτης καὶ ὁ Διάκος ἐφρόντισαν νὰ καταλάβουν τὰς διαβάσεις. ᾽Εκεῖ τὸ ἀτομικὸν θάρρος, ἡ ὁρμὴ καὶ ἡ γνῶσις τοῦ τόπου θὰ ἐξεμηδένιζον τὴν ἀριθμητικὴν ὑπεροχὴν τοῦ ἐχθροῦ.
Ὁ Πανουργιᾶς κατέλαβε τήν Χαλκωμάταν, ὁ Δυοβουνιώτης τὴν γέφυραν τοῦ Γοργοποτάμου καὶ ὁ Διάκος τὴν γέφυραν τῆς ᾽Αλαμάνας. Μὲ τὴν ἐμφάνισιν τῆς τεραστίας στρατιᾶς τῶν Κιοσὲ Μεχμὲτ καὶ Ὀμέρ Βρυώνη, οἱ δύο πρῶτοι διεσκορπίσθησαν μὲ μεγάλας ἀπωλείας. Οὕτως ὁλόκληρος ὁ στρατὸς ἐκεῖνος ἐστράφη κατὰ τοῦ Διάκου. Μὲ τοὺς πρώτους πυροβολισμοὺς καὶ τὴν πρώτην ἔφοδον τοῦ τουρκικοῦ ἱππικοῦ διεπιστώθη ἡ συντριπτικὴ ὑπεροχὴ τοῦ ἐχθροῦ. Οἱ φίλοι του συνεβούλευσαν τὸν Διάκον νὰ φύγῃ καὶ νὰ μὴ θυσιάσῃ τὴν ζωὴν του, τὴν τόσον πολύτιμον διὰ τὸν ᾽Ἀγῶνα. Ἀλλ’ αἱ σκιαὶ τῶν Τριακοσίων τοῦ Λεωνίδου δὲν τοῦ τὸ ἐπιτρέπουν. Ἔμεινε διὰ νὰ θυσιασθῇ.

Βοὴ τρικυμίας σείει τὴν Ἀλαμάναν. Μετ’ ὁλίγον οὐδεὶς ἐκ τῶν 48 ἀνδρείων ὑπῆρχεν. Μόνον τὰ στὴθη τοῦ Διάκου δὲν εὗρον αἱ σφαῖραι. Μέσα εἰς τὰ φλεγόμενα νέφη τοῦ καπνοῦ, ὀρθοῦται ἀκόμη τὸ γιγάντιον ἀνάστημά του. Οἱ ἐχθροὶ θέλουν νὰ τὸν συλλάβουν ζωντανόν. ᾽Εκεῖνος ἐγκαταλείπει τὸ ἄχρηστον πλέον ὅπλον του. Σύρει τὸ ξίφος καὶ κτυπᾷ μὲ αὐτό. Σφαῖρα ἐχθρικὴ τὸ θραύει, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ ὑπόλοιπον μάχεται. ᾽Εμπρὸς καὶ πίσω, δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ βοᾷ τὸ πλῆθος τῶν ἀγρίων. ῾Ο Διάκος συλλαμβάνεται.
Μὲ κατάμαυρον τὸ ὡραῖον του πρόσωπον, μὲ τὰ πλούσια μαλλιά του βαμμένα εἰς τὸ αἷμα, ὁδηγεῖται δέσμιος είς τὴν Λαμίαν. ῾Ο ᾽Ομὲρ Βρυώνης θαυμάζει τὸ ἀνδρικὸν του κάλλος καὶ θέλει νὰ τοῦ χαρίσῃ τὴν ζωὴν. ῾Ο Κιοσὲ Μεχμὲτ ἐπιμένει νά θανατωθῇ καὶ μάλιστα κατὰ τρόπον παραδειγματικόν. Τοῦτο ἐπεθύμουν καὶ οὶ Μουσουλμάνοι τῆς Λαμίας.
Ἡ φύσις γύρω ἐμειδία μέσα εἰς τὸ ὄργιον τῶν χρωμάτων καὶ ἀρωμάτων τῆς ἀνοίξεως. Ὁ ἥρως ἐμελαγχόλησε. Μέσα εἰς τὴν πλουσίαν ἄνθησιν διέκρινε τὴν νεότητά του. Ἤνοιξε τὰ χείλη του καὶ ἀφῆκε νὰ πτερυγίσῃ ὅλον του τὸ παράπονον:
«Γιὰ ἰδές καιρό, ποὺ διάλεξεν ὁ Χάρος νὰ μὲ πάρῃ,
τώρα π’ ἀνθίζουν τὰ κλαδιὰ καὶ βγάν’ ἡ γῆ χορτάρι...»
Οἱ δήμιοι διεπέρασαν τὸν πάσσαλον διὰ τοῦ σώματός του. ῾Ο γλυκύτερος τῶν λυτρωτῶν τῆς Πατρίδος, λιπόθυμος, ἔκλινε τὴν ὡραίαν του κεφαλήν. Τὴν περιέβρεχεν ὁ ἱδρὼς τῆς ἀγωνίας. Ἡμιθανὴς ἐρρίφθη εἰς τὴν πυράν. Αἱ φλόγες περιεκύκλωσαν τὸ ὡραῖον σῶμα τοῦ θύματος. Καὶ ἕν νέφος καπνοῦ, ἡ ψυχή του, ἀνῆλθεν εἰς τοὺς οὐρανοὺς (24 Ἀπρὶλίου 1821).
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΝΕΩΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ - ΚΩΝ/ΝΟΥ ΣΑΚΚΑΔΑΚΗ, ΟΕΔΒ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου