Το 1912, στα πρόθυρα των βαλκανικών πολέμων, το ευρωπαϊκό τμήμα της Αυτοκρατορίας -η Ρούμελη- παρέμενε η περιοχή η πιο πλούσια οικονομικά και η πιο ανεπτυγμένη πολιτιστικά της επικράτειας. Αν εξαιρέσουμε τη Σμύρνη, όλη η δραστηριότητα της Αυτοκρατορίας ήταν συγκεντρωμένη μεταξύ Κωνσταντινούπολης και Θεσσαλονίκης. Τέλος, την περιοχή αυτή δεν την κατοικούσαν μόνον Έλληνες, Βούλγαροι και Σέρβοι. Ένα σημαντικό τμήμα του πληθυσμού απαρτίζετο από Τούρκους, οι οποίοι υποχρεώθηκαν να καταφύγουν στην Ανατολία. Ένα χρόνο αργότερα, το 1913, οι Ενωτικοί ως πολιτικοί ηγέτες της Αυτοκρατορίας, οι οποίοι ήταν, κατά μεγάλο μέρος, οι ίδιοι Ρουμελιώτες, είχαν χάσει ανεπιστρεπτί ολόκληρη τη Ρούμελη, με εξαίρεση την Ανατολική Θράκη έξω από την Κωνσταντινούπολη και είχαν χάσει κυρίως τη Θεσσαλονίκη, την πόλη της επανάστασής τους το 1908.
Δ. Κιτσίκη, Ιστορία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (1280-1924), εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1988, σσ. 185-187
Για την Αυτοκρατορία ακρωτηριασμένη από τον κύριο πνεύμονα της, επρόκειτο για χωρίς προηγούμενο καταστροφή. Επί πλέον, έχοντας απωλέσει μεγάλο μέρος του μη μουσουλμανικού πληθυσμού του, το δήθεν «οθωμανικό έθνος», αναδιπλωμένο στην Ανατολία, κατέληξε να είναι πολύ λιγότερο πολυεθνικό και περισσότερο μουσουλμανικό παρά χριστιανικό. Εξ ου και η σημασία που δόθηκε το 1914, στον πανισλαμισμό. Αλλά σαν να μην έφθαναν όλα αυτά, στις 13 Φεβρουαρίου 1914, οι μεγάλες δυνάμεις αποφάσισαν πως τα περισσότερα νησιά του Αιγαίου που ήταν στ' ανοιχτά της Μικρασιατικής ακτής και που είχαν καταληφθεί από τον ελληνικό στρατό στη διάρκεια του πρώτου βαλκανικού πολέμου, έπρεπε ν' αφαιρεθούν από την Αυτοκρατορία και να παραδοθούν στο Ελληνικό Βασίλειο. Παρά ταύτα, η Κωνσταντινούπολη θεωρούσε πως η Χίος και η Λέσβος ήταν αναπόσπαστο τμήμα της μικρασιατικής ηπείρου και αρνήθηκε να αποδεχθεί την προσάρτηση. Έτσι, το 1914, η ένταση αυξήθηκε επικίνδυνα μεταξύ της Ελλάδας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας γύρω από το θέμα των νήσων του Ανατολικού Αιγαίου. Για να εξασφαλίσει τον έλεγχο τους, καθεμιά απ' τις δυο χώρες προσπαθούσε να κερδίσει τη ναυτική υπεροπλία. Λίγο πριν δολοφονηθεί, τον Ιούνιο του 1913, ο πρωθυπουργός, στρατηγός Μαχμούτ Σεβκέτ πασάς δήλωνε: «Στη διάρκεια του βαλκανικού πολέμου μάθαμε να σεβόμαστε τον ελληνικό στρατό όπως και τον στόλο της ο οποίος δεν μπορεί να συγκριθεί με τον παλαιό στόλο του τουρκοελληνικού πολέμου [του 1897], Κατά τη γνώμη μου, η μεγαλύτερη υπηρεσία που πρόσφερε ο Βενιζέλος στη χώρα του ήταν να διοργανώσει τις στρατιωτικές δυνάμεις του έθνους... Θέλω να προσφέρω την ίδια υπηρεσία στη χώρα μου» (Djemal Pasha, Memories of a Turkish Statesman, 1913-1919 - Αναμνήσεις ενός τούρκου πολιτικού ανδρός, 1913-1919, Νέα Υόρκη, Arno Press, 1973, σ. 67). Ο υπουργός ναυτικών και μέλος της τριανδρίας των Ενωτικών, Τζεμάλ πασάς έγραφε πως το 1914 «ο μοναδικός μας στόχος στη ζωή ήταν να γίνει ο στόλος μας ανώτερος από τον ελληνικό στόλο μόλις αυτό θα καθίστατο δυνατό». Το συμπέρασμα του ήταν πως δεν χωρούσε καμιά αμφιβολία πως σύντομα θα γινόταν μια αποφασιστική αναμέτρηση με την Ελλάδα.
Αυτή λοιπόν ήταν η πολιτική ατμόσφαιρα στο Αιγαίο το 1914, όταν παράλληλα με το δράμα των Τούρκων προσφύγων που κατέφευγαν στη Μικρά Ασία, εμφανίσθηκε και το πρόβλημα των Ελλήνων προσφύγων που κινούνταν προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Δ. Κιτσίκη, Ιστορία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (1280-1924), εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1988, σσ. 185-187
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου